Παρασκευή 18 Σεπτεμβρίου 2015

(1) ΧΩΡΙΣ ΟΡΙΑ

Όταν φοβόμαστε εξαιτίας ενός φυσικού κινδύνου που απειλεί την ακεραιότητα μας ξαφνικά βρισκόμαστε σε μια κατάσταση νοητικής υπερδιέγερσης και κάνουμε αυτό που κρίνουμε απαραίτητο εκείνη την στιγμή για να παραμείνουμε αβλαβείς. Ταυτόχρονα, όλες οι αισθήσεις μας κορυφώνονται και οξύνονται και το μόνο που μας ενδιαφέρει είναι πως θα ξεπεράσουμε αυτήν την δύσκολη κατάσταση στην οποία έχουμε περιέλθει. Επικεντρωνόμαστε απόλυτα και δεν μας ενδιαφέρει απολύτως τίποτα, τίποτα περαιτέρω. Η μνήμη μας αν δεν έχει «σβηστεί» καθίσταται υποτυπώδης.
Αυτό ο τρόπος αντίδρασης είναι ένας πολύ καλός μηχανισμός αυτοσυντήρησης-επιβίωσης-άμυνας. Όταν διατρέχουμε έναν κίνδυνο δεν υπάρχουν υποθετικά διλήμματα του στυλ: να ανταποδώσω ή όχι; Το δίλημμα μπαίνει όταν η συνείδηση δεν είναι και τόσο καθαρή. Όταν λοιπόν δεν είναι καθαρή η συνείδηση μας μπορούμε πάνω στην απελπισία μας να διαπράξουμε κάποιο ατόπημα για το οποίο αργότερα πιθανότατα θα μετανιώσουμε. Είναι ευνόητο πόσο ζωτικής σημασίας είναι η Συνείδηση για τον άνθρωπο πέρα από ηθικοπλαστικές πεποιθήσεις.
Η επαπειλή συμβαίνει «τώρα» και όμως δεν θα αντιδράσουμε όλοι με τον ίδιο τρόπο. Η αντίδραση μας θα διαφοροποιηθεί από το συνειδησιακό εύρος του κάθε ανθρώπου και τελικά αυτό είναι που καθορίζει το όποιο παρόν και το όποιο μέλλον. Έτσι, ζούμε σε ένα διαρκές Γίγνεσθαι το οποίο ταυτόχρονα είναι και Είναι. Όμως, αν εξαρχής θεωρήσουμε ως δεδομένη την διαφοροποίηση μεταξύ συνείδησης και ασυνειδησίας περιορίζουμε την αντίληψη μας, γιατί πάντα θα κυνηγάμε κάτι χωρίς να εκτιμούμε αυτό που έχουμε τώρα ή θα κυνηγάμε κάποιο πρότυπο.
Όταν κάποιοι Έλληνες μετανάστευσαν στο εξωτερικό και έκαναν περιουσία ως αυτοσκοπό θεωρούσαν ότι ηθικά αυτό ήταν κάτι απόλυτα σωστό. Όταν παλιά οι άνθρωποι παντρεύονταν από συνοικέσιο ή θεωρούσαν τον γάμο θέσφατο ήταν κάτι «απόλυτα» ηθικό για Τότε. Οι άνθρωποι αυτοί ζούσαν στην δικιά τους πραγματικότητα αλλά ζούσαν στο παρόν και το αντίστροφο. Μπορούμε λοιπόν να πούμε ότι ήταν και συνειδητοί; Όχι! Ήταν συνειδητοί στο μέτρο που τους αναλογούσε. Όταν από παιδιά δοκιμάζουμε για πρώτη φορά ένα παγωτό και μας ξετρελαίνει η γεύση του, είναι υποχρεωτικό να μας ξετρελαίνει πάντα; Είναι υποχρεωτικό να επιβεβαιώνουμε αυτήν την ανάμνηση;
Όταν μιλάμε για την παιδική αθωότητα αυτό είναι το άκρον άωτον της αθωότητας; Όταν μιλάμε για την μητρική αγάπη παίρνουμε σαν δεδομένο ότι αυτή είναι η ανώτερη μορφή αγάπης; Αν ναι τότε έχουμε Άγνοια και η άγνοια είναι κάτι απόλυτα δικαιολογημένο στο ανθρώπινο είδος, δεν είναι κάτι που πρέπει να ντρεπόμαστε γι' αυτό αλλά δεν είναι κάτι το οποίο πρέπει να εμμένουμε σε αυτό.
Κάθε μορφή ανθρώπινης αγάπης και αθωότητας είναι και υποδηλώνει κίνηση και είναι έκφραση της χωρίς όρια Συνειδητότητας και ως εκ τούτου είναι μεταβατική. Αν ένα παιδί έμεινε για πάντα ακόμα και ως ενήλικος στην αγκαλιά της μάνας του θα «καιγόταν» από την αγάπη της. Η αγάπη αλλάζει αλλά παραμένει αγάπη. Η «σωστή» απάντηση λοιπόν σε αυτά τα ερωτήματα είναι: Δοκιμάζομαι. Για μένα λοιπόν τα «χίλια κύματα» είναι αναπόφευκτα στην ζωή ενός ανθρώπου. Και η ζωή μάλλον είναι και Στάση και τερματικός Σταθμός ταυτόχρονα. Ίσως αυτό εξηγεί γιατί πολλοί άνθρωποι ενώ εξελίσσονται «κυκλικά» δεν εξελίσσονται το ίδιο «γραμμικά». Γιατί απλούστατα μπλοκάρουν το ασυνείδητο τους. Το «κατώτερο» πρέπει αναγκαστικά να συμβαδίζει με το «ανώτερο» για να υπάρχει αρμονία και ισορροπία. Πράγμα αδύνατο (να συμβαίνει πάντα) και ευτυχώς που είναι αδύνατο γιατί διαφορετικά δεν θα μαθαίναμε από τα λάθη μας.
Ακόμα και η αρμονία έχει περιθώρια δυσαρμονίας, διαφορετικά η ίδια η αρμονία θα ήταν μία δυσαρμονία.
Και μάλιστα τώρα που το σκέφτομαι καθώς γράφω, έχω την εντύπωση το Ασυνείδητο είναι κάτι το οποίο είναι μονίμως «μπλοκαρισμένο», δεν γίνεται να συμβαίνει αλλιώς. Τώρα, μπορεί να είναι φυσικά μπλοκαρισμένο και άρα εξελίξιμο ή μπορεί να είναι τεχνητά μπλοκαρισμένο και μη εξελίξιμο. Το Αληθινό δίλημμα για μένα είναι το εξής: Ούτως ή άλλως περιοριζόμαστε από την «ύλη» γιατί να περιοριζόμαστε εις διπλούν;
Αντιστοίχως το ίδιο πράγμα συμβαίνει με την έκσταση της δημιουργίας. Είμαστε ο Εαυτός μας όταν δημιουργούμε; Κατά ένα μέρος ναι. Όταν δημιουργούμε είμαστε παρόν αλλά ταυτόχρονα δεν είμαστε παρόν γιατί έχουμε απώλεια ενέργειας μέσα στον πεπερασμένο χρόνο και χώρο. Είμαστε αλλά την ίδια στιγμή δεν Είμαστε.
Ακριβώς για τους ίδιους λόγους θεωρώ ότι δεν υπάρχει κάτι κακό στο να μην έχουμε «Δυνάμεις» αλλά δεν υπάρχει και κανένας λόγος να μην έχουμε «Δυνάμεις» (όχι εγωιστικά αλλά φυσικά). Γιατί όμως όλα αυτά μπαίνουν σε λήθαργο; Γιατί καθώς μεγαλώνουμε γινόμαστε πιο λογικοί, πιο πολιτισμένοι, πιο τυποποιημένοι, πιο μηχανικοί. Υπάρχουν «αποδεδειγμένα» άνθρωποι ενορατικοί και θεραπευτές. Δεν υπάρχει κανένας λόγος να μην Βιώνουμε το διαρκές Γίγνεσθαι που είναι Είναι και να μένουμε στάσιμοι. Ή με άλλα λόγια, όσες περισσότερες πληροφορίες δεχόμαστε από το περιβάλλον μας τόσο περισσότεροι προσαρμοστικοί και «ανοιχτοί» γινόμαστε σε αντίθεση με την κατά κανόνα στείρα «κλειστή» προσαρμογή.
Ο δρόμος της Αλήθειας πρέπει να περνάει μέσα από τον δρόμο του ψεύδους. Πώς αλλιώς;
Εμείς τώρα έχουμε ένα συγκεκριμένο λεξιλόγιο (γραπτό ή προφορικό) σαν χώρα αλλά και ευρύτερα σαν πολύγλωσση ανθρωπότητα για να μπορούμε να συνεννοηθούμε. Αυτό είναι ότι καλύτερο μπορούμε να κάνουμε για να επικοινωνήσουμε; Αν πούμε ένα μεγάλο Ναι δεν βάζουμε αυτόματα φραγμό στην Συνειδησιακή μας μετάβαση ή εξέλιξη; αφού η Συνείδηση αντικατοπτρίζεται και στην γλώσσα ή εκφράζεται μέσω αυτής. Όπως η έμπνευση εκφράζεται μέσω της σκέψης. Και τότε ο άνθρωπος γίνεται η Σκέψη. Υπάρχει αναμφισβήτητα για μένα μια συσχέτιση μεταξύ Γλώσσας και Συνείδησης. Μπορούμε επίσης να πούμε εμπειρικά ότι οι άνθρωποι δεν χρειάζεται να γνωρίζουν καλά μια γλώσσα για να συνεννοηθούν, φυσικά γιατί το ένα δεν αναιρεί το άλλο. Αλλά η συνεννόηση είναι αντικειμενικά υποκειμενική. Όσο εξελίσσεται η γλώσσα άλλο τόσο πρέπει να εξελίσσεται η συνείδηση και αντίστροφα. Και αυτό για μένα είναι Νόμος. Κατ' επέκταση ένα από τα μεγαλύτερα «προβλήματα» επικοινωνίας μεταξύ των ανθρώπων προέρχεται από το γεγονός ότι ενώ μιλάμε για το ίδιο πράγμα καταλαβαίνουμε διαφορετικά πράγματα γιατί έχουμε διαφορετικές αντιλήψεις και επιγνώσεις. Ποτέ κανείς δεν μπορεί να κατέχει την απόλυτη αλήθεια εκτός και αν γνωρίζει τα πάντα πράγμα αδύνατο. Βρίσκουμε κοινά σημεία αναφοράς και συμπληρώνουμε ο ένας τον άλλον όταν χρησιμοποιούμε διαφορετικές λέξεις για να εκφράσουμε κάτι και έτσι ανοίγουν οι ορίζοντες μας και βρίσκουμε κοινά σημεία επαφής. Αρκεί, να είμαστε έτοιμοι και δεκτικοί να το κάνουμε.
Επειδή η απλοποίηση είναι αυτό που αγαπά η φύση μπορούμε να φανταστούμε έναν κόσμο απόλυτης σιωπής όπου η επικοινωνία με το καθετί θα γίνεται απλά με την ανταλλαγή ενέργειας. Νομίζω πως είναι φυσικό επόμενο στην εξέλιξη της ανθρωπότητας η «απόλυτη» εναρμόνιση με τον φυσικό κόσμο.


ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΑΝΤΗΣΗ ΜΟΥ ΣΤΟΝ ΔΑΣΚΑΛΟ